- αναμιμνω
- ἀναμίμνωἀνα-μίμνωHom. = ἀναμένω См. αναμενω
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αναμίμνω — ἀναμίμνω (Α) ποιητ. τ. τού ἀναμένω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μίμνω «μένω»] … Dictionary of Greek
ἀνέμιμνον — ἀναμίμνω imperf ind act 3rd pl ἀναμίμνω imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνέμιμνε — ἀναμίμνω imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνέμιμνεν — ἀναμίμνω imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)